- δουκικῇ
- δουκικόςducianusfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δουκική — δουκικός ducianus fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… … Dictionary of Greek
Μαρτίνι, Φραντσέσκο ντι Τζόρτζιο — (Francesco di Giorgio Martini, Σιένα 1439 – 1501). Ιταλός μηχανικός, αρχιτέκτονας, ζωγράφος και γλύπτης. Αρχικά εργάστηκε ως στρατιωτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας στη Σιένα (1463 78) και στη συνέχεια τέθηκε στην υπηρεσία του Λορέντσο των… … Dictionary of Greek
Μοντεβέρντι Κλαούντιο — (Claudio Monteverdi, Κρεμόνα 1567 – Βενετία 1643). Ιταλός συνθέτης. Αφιερώθηκε πρώιμα στη μουσική και δημοσίευσε το 1583 την πρώτη του συλλογή Πνευματικά μαδριγάλια για τέσσερις φωνές, την οποία ακολούθησαν ένα βιβλίο Τραγούδια για τρεις φωνές… … Dictionary of Greek
Μοντένα — (Modena). Πόλη (176.965 κάτ. το 2001) της Β. Ιταλίας στον νομό Εμίλια – Ρομάνα, ανάμεσα στους παραπόταμους του Πάδου Σέκια και Πανάρο, και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Ο αρχικός πυρήνας της δημιουργήθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια, πιθανόν γύρω… … Dictionary of Greek
Πάργα — Ιστορική μικρή πόλη της Ηπείρου στο νομό Πρεβέζης, στην ακτή του Ιονίου. Γραφική, με κατάλοιπα της πλούσιας ιστορίας της, αποτελεί αξιόλογο τουριστικό κέντρο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου στον οποίο υπάγονται οι κοινότητες Αγιάς, Ανθούσης και… … Dictionary of Greek
δουκικός — ή, ό αυτός που ανήκει στο δούκα: Ο προπάππος του ανήκε στη δουκική τάξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)